- πευστηρια
- πευστηρίαἥ (sc. θυσία) жертва вопрошения, приносимая, чтобы узнать волю богов
(Eur. - v. l. к παστήρια)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Eur. - v. l. к παστήρια)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πευστήριος — ία, ον, Α [πεύθομαι] το θηλ. ως ουσ. ἡ πευστηρία η θυσία που γινόταν με σκοπό να διερευνήσουν, να μάθουν τις διαθέσεις και τη θέληση τών θεών … Dictionary of Greek